Η υπνοβασία είναι μια διαταραχή ύπνου στην οποία υπάρχει συνδυασμός καταστάσεων ύπνου και ξύπνιου. Το άτομο ξυπνά εν μέρει από το βαθύ ύπνο και εκτελεί κάποιο είδος κινητικής δραστηριότητας – συχνά περπάτημα ή κάποια άλλη λεπτομερή δραστηριότητα – που φαινομενικά μοιάζει σκόπιμη.
Η υπνοβασία είναι μια εκδήλωση του φαινομένου ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου, συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου δεν «κλείνουν» σωστά και, σποραδικά, προκαλούν εξωτερικές ενδείξεις εγκεφαλικής δραστηριότητας. Άλλα παραδείγματα αυτού του είδους δραστηριότητας είναι το παραμιλητό και οι νυχτερινοί τρόμοι. Με τεχνικούς όρους, αυτές είναι διαταραχές ατελούς αφύπνισης. Όλες αυτές οι δραστηριότητες χαρακτηρίζονται από αμνησία του επεισοδίου το επόμενο πρωί.
Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, η υπνοβασία δεν αποτελεί τη διαδραμάτιση ενός ονείρου. Όταν βλέπουμε όνειρα είμαστε παράλυτοι και ακίνητοι, με εξαίρεση τις γρήγορες κινήσεις των ματιών (REM – Rapid Eye Movement) που «παρακολουθούν το όνειρο». Η υπνοβασία δεν εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της ονειρικής φάσης του ύπνου.
Ο φυσιολογικός κύκλος ύπνου περιλαμβάνει διακριτά στάδια ανάμεσα στην ελαφριά νύστα και το βαθύ ύπνο. Ο ύπνος REM είναι ένα διαφορετικό είδος ύπνου όπου τα μάτια κινούνται γρήγορα και συνήθως υπάρχουν ζωηρά όνειρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας υπάρχουν αρκετοί κύκλοι ύπνου REM και ύπνου μη-REM. Η υπνοβασία εκδηλώνεται στη φάση του βαθύ μη-REM ύπνου – στάδιο 3 ή 4 του ύπνου – νωρίς τη νύχτα. Μπορεί ωστόσο να εκδηλωθεί στη φάση ύπνου REM νωρίς το πρωί.
Συμπτώματα
Το κύριο σύμπτωμα της υπνοβασίας είναι σκόπιμες κινήσεις που πραγματοποιούνται ενώ το άτομο είναι σε κατάσταση ημι-αφύπνισης από το βαθύ ύπνο. Κάποιοι υπνοβάτες απλά ανακάθονται στο κρεβάτι και κουνούν τα πόδια τους ή σηκώνονται και περπατούν τριγύρω. Άλλοι, κάνουν πιο σύνθετα πράγματα όπως το να μετακινούν έπιπλα, να ντύνονται και να ξεντύνονται, να τρώνε ή να επισκέπτονται το μπάνιο. Κάποιοι μπορεί ακόμα και να οδηγήσουν αυτοκίνητο.
Τα επεισόδια υπνοβασίας συνήθως λαμβάνουν χώρα μία με δύο ώρες μετά την κατάκλιση και διαρκούν από ένα έως τριάντα λεπτά. Ο υπνοβάτης μοιάζει να είναι ξύπνιος, έχει ανοιχτά μάτια αλλά ανέκφραστο πρόσωπο και συνήθως είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αφυπνιστεί. Το επόμενο πρωί συνήθως δεν θυμάται το επεισόδιο.. Υπάρχουν όμως κάποιες φορές που οι υπνοβάτες έχουν μια ασαφή ανάμνηση ενός επεισοδίου όπου νομίζουν ότι καίγονταν, ότι είχαν θαφτεί ζωντανοί ή ότι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από μια επικίνδυνη κατάσταση.
Άλλα συμπτώματα είναι το αίσθημα σύγχυσης και αποπροσανατολισμού όταν ο ασθενής ξυπνήσει κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου, η απώλεια συντονισμού στις κινήσεις και ομιλία με λόγο που δεν γίνεται κατανοητός ή δεν βγάζει νόημα.
Στις ήπιες μορφές υπνοβασίας, τα επεισόδια μπορεί να εμφανίζονται μία (μπορεί και λιγότερες) ή περισσότερες φορές το μήνα, χωρίς να υπάρχουν τραυματισμοί στον ασθενή ή στους άλλους. Στην πιο σοβαρή μορφή της, τα επεισόδια συμβαίνουν σχεδόν κάθε βράδυ ή συνδυάζονται με φυσικό τραυματισμό. Σε κάποιες περιπτώσεις, η υπνοβασία μπορεί να καταλήξει σε βίαιη συμπεριφορά. Ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται αμηχανία, ντροπή, ενοχή, άγχος και σύγχυση όταν του λένε για όσα έκανε ενώ υπνοβατούσε.
Στους νυχτερινούς τρόμους που μπορεί να συνυπάρχουν με την υπνοβασία, το παιδί ξαφνικά ανασηκώνεται στο κρεβάτι, μία ή δύο ώρες αφού κοιμηθεί, εκδηλώνει έντονο φόβο ή ταραχή και μπορεί να φωνάζει ή να ουρλιάζει. Τα μάτια του είναι ανοιχτά αλλά είναι ακόμα κοιμισμένο, δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία των άλλων και δεν μπορεί να παρηγορηθεί ή να ξυπνήσει. Καθώς υποχωρεί η ταραχή, το παιδί πέφτει ξανά σε βαθύ ύπνο. Όταν ξυπνά το πρωί, δεν μπορεί να θυμηθεί τους νυχτερινούς τρόμους. Οι νυχτερινοί τρόμοι είναι διαφορετικοί από τους εφιάλτες δηλαδή τα τρομακτικά όνειρα που συχνά μπορούν να ανακληθούν το επόμενο πρωί με ζωηρές λεπτομέρειες.
Διάγνωση
Η διάγνωση της υπνοβασίας ξεκινά με ένα ιατρικό ιστορικό και φυσική εξέταση.
Το ιστορικό συνήθως παρέχει αρκετές πληροφορίες στο γιατρό ώστε να διαγνώσει το πρόβλημα, ιδιαίτερα σε παιδιά. Σε πιο δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η γνωμάτευση ενός ειδικού σε θέματα ύπνου και ένα ολονύχτιο τεστ ύπνου που αποκαλείται πολυπνογραφία. Κατά τη διάρκεια αυτού του τεστ, καταγράφονται διάφορες σωματικές λειτουργίες ενώ το άτομο κοιμάται. Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) προκειμένου να αποκλειστεί ενδεχόμενη παθολογία του εγκεφάλου.
Αιτιολογία
Αν και δεν είναι γνωστά τα ακριβή αίτια της υπνοβασίας στα παιδιά, οι ειδικοί πιστεύουν ότι πιθανά προκύπτει από ανωριμότητα στη ρύθμιση των κύκλων ύπνου/ξύπνιου του εγκεφάλου. Μπορεί επίσης να σχετίζεται με κούραση, προγενέστερη απώλεια ύπνου ή άγχος. Τα περισσότερα παιδιά ξεπερνούν τα συμπτώματα καθώς εξελίσσεται το νευρικό τους σύστημα.
Η υπνοβασία που ξεκινά σε μεγαλύτερη ηλικία ή που συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή, μπορεί να έχει ψυχολογικά αίτια, όπως το υπερβολικό άγχος ή, σπανιότερα, ιατρικά αίτια, όπως η επιληψία.
Στους ενήλικες, η υπνοβασία μπορεί να συνδυάζεται με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές της προσωπικότητας και διαταραχές της διάθεσης. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί σαν αντίδραση στη λήψη ουσιών όπως ναρκωτικά, αλκοόλ ή/και κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Στους ηλικιωμένους, μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα κάποιου εγκεφαλικού συνδρόμου.
Η υπνοβασία, όπως και οι νυχτερινοί τρόμοι που μπορεί να συνυπάρχουν, έχει οικογενή εμφάνιση. Περίπου στο 80% των ατόμων που υπνοβατούν, υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό για υπνοβασία ή νυχτερινούς τρόμους. Περίπου 10% έως 20% των ατόμων που υπνοβατούν έχουν κάποιο συγγενή πρώτου βαθμού, που επίσης υπνοβατεί. Ο κίνδυνος ένα άτομο να υπνοβατεί πολλαπλασιάζεται, αν και οι δύο γονείς έχουν ιστορικό υπνοβασίας.
Εμφάνιση
Η υπνοβασία εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Ξεκινά μεταξύ 4 και 8 ετών και κορυφώνεται γύρω στα 12. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, υπολογίζεται ότι περίπου 15% των παιδιών ηλικίας 5 έως 12 ετών εμφανίζουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο υπνοβασίας. Η συνεχιζόμενη υπνοβασία είναι συνηθέστερη στα αγόρια και συχνά συνδυάζεται με τη νυχτερινή ακράτεια ούρων.
Στους ενήλικες, η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής υπολογίζεται σε ποσοστό περίπου 10%.
Σύμφωνα με ιατρικές εκθέσεις, περίπου το 18% του γενικού πληθυσμού έχει προδιάθεση στην υπνοβασία. Επίσης, η διαταραχή εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια και οι περισσότερες καταγεγραμμένες περιπτώσεις υπνοβασίας αφορούν τις ηλικίες 11 έως 12 ετών.
Οι νυχτερινοί τρόμοι είναι πιο συνηθισμένοι στις ηλικίες μεταξύ ενός και οκτώ ετών, αλλά μπορεί να ξεκινήσουν ακόμα και από τον έκτο μήνα ζωής.
Αναμενόμενη διάρκεια
Τα παιδιά συνήθως παύουν να υπνοβατούν στην εφηβεία. Ωστόσο, η διαταραχή παραμένει και μετά την εφηβεία σε ποσοστό 1 έως 6% των περιπτώσεων. Ιατρικές εκθέσεις δείχνουν ότι εάν ένα παιδί αρχίσει να υπνοβατεί στην ηλικία των 9 ετών, αυτό συχνά συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή του.
Οι νυχτερινοί τρόμοι μερικές φορές συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή.
Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Η διαταραχή της υπνοβασίας δεν έχει κάποιες σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία του ασθενή.
Πρόληψη
Δεν υπάρχει κάποια γνωστή μέθοδος για την πρόληψη της υπνοβασίας. Ωστόσο, τα παιδιά είναι πιθανότερο να υπνοβατήσουν ή να έχουν νυχτερινούς τρόμους όταν είναι πολύ κουρασμένα ή αγχωμένα. Το να κοιμούνται νωρίς και να ασχολούνται με κάτι χαλαρωτικό πριν τον ύπνο, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη των διαταραχών ύπνου.
Στους ενήλικες, τα ακόλουθα μέτρα μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση της συχνότητας των επεισοδίων: αποφυγή ψυχοτρόπων ουσιών, υπνωτικών χαπιών, ηρεμιστικών και παυσίπονων, τήρηση ενός κανονικού προγράμματος στις ώρες κατάκλισης και πρωινής έγερσης, περιορισμός πρόσληψης αλκοόλ, διαχείριση άγχους μέσω τεχνικών όπως η θεραπεία χαλάρωσης.
Συνήθως οι υπνοβάτες αποφεύγουν τα φυσικά εμπόδια, αλλά κάποιες φορές τραυματίζονται, σκοντάφτοντας πάνω σε έπιπλα και χάνοντας την ισορροπία τους, περνώντας μέσα από παράθυρα ή πέφτοντας από τις σκάλες. Για να αποφευχθούν τραυματισμοί από ενδεχόμενο επεισόδιο υπνοβασίας, πρέπει το υπνοδωμάτιο και το σπίτι να διαμορφώνονται έτσι ώστε να είναι όσο το δυνατό πιο ασφαλή. Ανάμεσα στις προτεινόμενες προφυλάξεις είναι: το άτομο να μην κοιμάται σε κουκέτα, να μην υπάρχουν αιχμηρά η εύθραυστα αντικείμενα κοντά στο κρεβάτι, να κλειδώνονται πόρτες και παράθυρα, να εμποδίζεται η πρόσβαση σε ανοιχτές σκαλωσιές.
Θεραπεία
Συνήθως δεν είναι απαραίτητη κάποια θεραπεία. Τα περισσότερα επεισόδια υπνοβασίας ή νυχτερινών τρόμων τερματίζονται χωρίς παρέμβαση. Ο γονέας πρέπει να εστιάζει στην προφύλαξη του παιδιού που υπνοβατεί, από τραυματισμούς. Για να βοηθήσει κανείς το παιδί να επιστρέψει στον φυσιολογικό ύπνο, πρέπει να το οδηγήσει με ήπιο τρόπο πίσω στο κρεβάτι. Κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου νυχτερινών τρόμων, πρέπει να καθησυχάσεις το παιδί με επαναλαμβανόμενες παρηγορητικές φράσεις όπως «Είσαι ασφαλής. Είσαι στο σπίτι, στο κρεβάτι σου». Δεν είναι απαραίτητο να ξυπνήσεις το παιδί και μπορεί να μην είναι καν εφικτό.
Γενικά για τους πάσχοντες, είναι σημαντικό να ξεκουράζονται αρκετά, επειδή η υπερκόπωση μπορεί να πυροδοτήσει ένα επεισόδιο υπνοβασίας. Ένας άλλος ενοχοποιητικός παράγοντας είναι το άγχος, γι’ αυτό χρειάζεται να ακολουθείται κάποια διαδικασία χαλάρωσης πριν τον ύπνο π.χ. διαλογισμός ή ασκήσεις χαλάρωσης. Το υπνοδωμάτιο του ασθενή πρέπει να βρίσκεται στο ισόγειο του σπιτιού και να μην υπάρχουν σ’ αυτό επικίνδυνα αντικείμενα που μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό. Επίσης θα πρέπει να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα να ανοίξει πόρτες ή παράθυρα.
Η παραπομπή σε ειδικό θεραπευτή είναι σκόπιμη στις εξής περιπτώσεις: -Τα επεισόδια υπνοβασίας είναι συχνά ή σοβαρά. -Ο ασθενής τραυματίζεται κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. -Ο ασθενής φεύγει από το σπίτι. -Τα επεισόδια συνεχίζονται και μετά την εφηβεία. -Τα νυχτερινά επεισόδια συνοδεύονται από υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. -Στρες, άγχος ή άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες, πιθανά συμβάλλουν στις διαταραχές ύπνου.
Για παιδιά που έχουν συχνά επεισόδια υπνοβασίας και νυχτερινών τρόμων, η τεχνική προτρεπόμενων αφυπνίσεων μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή μελλοντικών επεισοδίων. Η τεχνική αυτή θεωρείται ότι διακόπτει το διαταραγμένο μοτίβο ύπνου. Συνίσταται κατ’ αρχήν στην καταγραφή, από τον γονέα, του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την ώρα που το παιδί αρχίζει να κοιμάται, μέχρι την έναρξη του επεισοδίου υπνοβασίας ή νυχτερινών τρόμων, για αρκετές νύχτες. Στη συνέχεια, για 7 διαδοχικές νύχτες, ο γονέας ξυπνά το παιδί 15 λεπτά πριν την αναμενόμενη ώρα έναρξης του επεισοδίου (με βάση τα στοιχεία που καταγράφηκαν) και το κρατά πλήρως ξύπνιο για 5 λεπτά. Πριν το παιδί κοιμηθεί, ο γονέας το ενημερώνει ότι θα προσπαθήσει να το ξυπνήσει γρήγορα. Αν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, τα επεισόδια υπνοβασίας συνεχιστούν, η τεχνική πρέπει να επαναληφθεί για 7 διαδοχικές νύχτες ακόμα. Η μέθοδος αυτή δεν έχει κάποια σημαντική παρενέργεια.
Η συμβουλευτική μπορεί να βοηθήσει αν υπάρχει ψυχολογικό άγχος που συμβάλλει στον διαταραγμένο ύπνο. Επίσης ωφέλιμη και για τα παιδιά και για τους ενήλικες, μπορεί να είναι η ύπνωση ή η βιοανάδραση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει ηρεμιστικά φάρμακα για να μειωθούν ή να σταματήσουν τελείως τα επεισόδια. Ειδικότερα η χορήγηση βενζοδιαζεπινών μπορεί να μειώσει σημαντικά τη συχνότητα των επεισοδίων υπνοβασίας.
Μετά από κάποια θεραπευτική αγωγή, το άτομο θα πρέπει να συνεχίσει να παίρνει μέτρα προφύλαξης για την αποφυγή επανεμφάνισης των επεισοδίων. Επίσης, οποιαδήποτε νέα συμπτώματα ή επιδείνωση, θα πρέπει να αναφέρονται στον ειδικό θεραπευτή.
Σύγχρονη έρευνα πάνω στην υπνοβασία
Σήμερα υπάρχουν ιατρικά ευρήματα που υποδεικνύουν ότι μπορεί να εμπλέκονται ψυχιατρικά προβλήματα στην διαταραχή της υπνοβασίας και ότι οι πράξεις των υπνοβατών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι αυτόνομες (δηλαδή να λειτουργούν ανεξάρτητα) και χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου.
Για παράδειγμα, στη Μ. Βρετανία ένας άντρας σκότωσε κάποιον, στη διάρκεια ενός επεισοδίου υπνοβασίας. Το θέμα είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος μπορεί, ή όχι, να αθωωθεί βάσει αυτόνομων πράξεων ή να θεωρηθεί ψυχασθενής και, ως εκ τούτου, να απαλλαχθεί και να παραπεμφθεί σε θεραπεία για ψυχική νόσο. Κατόπιν, υπάρχει αμφισβήτηση γύρω από το δικαίωμα ενός ατόμου να επικαλεστεί παραφροσύνη σε τέτοιες περιπτώσεις, το οποίο περιπλέκει την οπτική μας περί υπαιτιότητας στη συμπεριφορά της υπνοβασίας.
Προς το παρόν, η υπνοβασία δεν προσδιορίζεται ούτε αντιμετωπίζεται ως ψυχική ασθένεια. Η μελλοντική έρευνα μπορεί να αφορά στην ανάπτυξη ενός ιατρικού-νομικού ορισμού της υπνοβασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου