H εξωτική του γεύση και η ευωδιά του θυμίζουν μάνγκο, αλλά ο λωτός είναι φρούτο σαφώς φθηνότερο και όχι απαραίτητα εισαγόμενο, μια και η Ελλάδα, όπως και οι άλλες μεσογειακές χώρες, παράγουν άφθονους λωτούς κάθε φθινόπωρο, όταν το δέντρο χάνει όλα του τα φύλλα και κρατάει μόνο τους λαμπερούς καρπούς του. Ο λωτός μεγαλώνει από αρχαιοτάτων χρόνων στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία (χώρες στις οποίες θεωρείται σύμβολο υγείας, πλούτου και χαράς), ακόμα και στη νότια Μ. Βρετανία.
Ο λωτός (επιστημονική ονομασία Διόσπυρος, Diospyros) είναι φρούτο του ομώνυμου γένους φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Εβενοειδών (Ebenaceae). Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των τροπικών περιοχών, κυρίως των ανατολικών αλλά και των εύκρατων, ευδοκιμούν σε πολλά εδάφη αλλά κυρίως προτιμούν ζεστά και ηλιόλουστα μέρη. Στην ελληνική χλωρίδα συναντώνται 20 είδη.
Ο καρπός του έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα, πορτοκαλί χρώμα και στυφή γεύση, μόλις κοπεί από το δέντρο. Αν αφεθεί μερικές μέρες, γίνεται γλυκός και ζουμερός. Ο λωτός, αν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής καρπός στους Έλληνες από τους μυθικούς χρόνους του Ομήρου, δεν αποτελεί ένα από τα κύρια καταναλωτικά προϊόντα της σύγχρονης ελληνικής αγοράς. Έτσι, η ελληνική παραγωγή φρέσκου λωτού δεν ξεπερνά τους 2.000 τόνους ετησίως. Από την ποσότητα αυτή κάποια διακινείται στην εσωτερική αγορά ενώ η υπόλοιπη εξάγεται στην Ουκρανία και στη Ρωσία.
Ο λωτός είναι φυλλοβόλο δέντρο, που ο καρπός του ωριμάζει τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο και διατίθεται στην ελληνική αγορά προς κατανάλωση. Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA), η μερίδα του λωτού ζυγίζει περίπου 168-170 γραμμάρια (1 μέτριος λωτός). Αυτή η ποσότητα ισοδυναμεί περίπου με 1 φλιτζάνι του τσαγιού ψιλοκομμένο φρέσκο λωτό.